…Έσυρε φωνή ο Ιησούς, στράφηκε. Ο Βαφτιστής στέκουνταν πλάι του. Είχε απλώσει το σκέλεθρο μπράτσο του, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κατά την Ιερουσαλήμ.
-Κοίτα, τί βλέπεις;
-Τίποτα.
-Τίποτα; Μπροστά σου η αγία Ιερουσαλήμ, η πόρνη, δεν τη βλέπεις; Κάθεται και χαχαρίζει στα χοντρά γόνατα του Ρωμαίου… Τριγυρίζω τα πυργοδεμένα μουράγια της και τη γαβγίζω: Πόρνη! Πόρνη! Τέσσερις οι φαρδιές της καστρόπορτες: Στη μια κάθεται η Πείνα, σ’ άλλη ο Φόβος, στην τρίτη η Αδικία, στην τέταρτη, καταβορρά, η Ατιμία. Μπαίνω, ανεβοκατεβαίνω τους δρόμους της, ζυγώνω, ερευνώ τους ανθρώπους της. Κοίτα τα μούτρα τους: τρία, βαριά, λιπαρά, παραχορτάτα. Τρείς χιλιάδες, σουρωμένα από την πείνα. Πότε αφανίζεται ένας κόσμος; Όταν τρείς αφεντάδες παρατρών και τρείς χιλιάδες λαός πεθαίνουν της πείνας. Κοίτα, ακόμα μια φορά, τα μούτρα τους. Κάθεται απάνω σε όλα ο φόβος…