Ο καιρός άνοιγε για τα καλά κι η θαλασσινή αύρα έφτανε σαν δροσερό χάδι μέσα στις γειτονιές. Όλα ήταν άνοιξη. Η φύση γεννούσε κι η Μάγδα ακολουθούσε το παράδειγμά της. Η μαμή ήταν ήδη δύο μερόνυχτα κοντά της, μα ετούτη η γέννα ήταν δύστροπη, αγχωτική.
«Από ώρα σε ώρα» έλεγε η μαμή, «από ώρα σε ώρα», μα ίχνος δεν φαινόταν. Βογκούσε η άμοιρη η Μάγδα, από κοντά η πεθερά και η ξαδέλφη ωσάν να υποφέρουν κι αυτές για συμπαράσταση.
«Βρε κάτι δεν πάει καλά… κάτι δεν πάει καλάα!» παραπονιόταν κάθε τόσο η γριά κι άρχισε τις γητειές με τον απήγανο.
Δεν έμοιαζε καλό σημάδι αυτή η καθυστέρηση κι όλοι ανησυχούσαν. Ξαναβόγγαγε η Μάγδα, φώναζε η μαμή εκστασιασμένη, πουθενά το γεννηταρούδι. Λες και κάποιος του σφύριξε πως είναι δύσκολη η ζωή εκεί έξω κι έκανε πίσω, άλλαξε γνώμη σα να ήταν αποφασισμένο να παραμείνει στη ζεστασιά που του προσφέρει η κοιλιά της μάνας του. Έπειτα από πολύ κόπο και βάσανο εμφανίστηκε το κεφαλάκι του κι ένα μικρό αδυνατούτσικο πλασματάκι άρχισε να κλαίει, μοιράζοντας χαρά σ’ όλους όσους βρίσκονταν τριγύρω. Κανένα άλλο δάκρυ δεν κρύβει τέτοια αγαλλίαση.
Το τσιμπούσι και το γλέντι, που ακολουθεί ανάλογες στιγμές, δεν έγινε. Ο μπόμπιρας ήταν περαστικός απ’ το κόσμο. Ήλθε, είδε και απήλθε, μοιράζοντας τελικά αντί για χαρές και πανηγύρια, κλάματα γοερά και οδυρμούς. Ήταν πολύ αδύναμος και μέσα στις δυο πρώτες μέρες-αφού πρώτα εξάντλησε τη μάνα του, που έκανε υπερπροσπάθεια για να τον φέρει στο κόσμο-φάνηκε τελείως αχάριστος κι αποχαιρέτησε τη ζωή πριν καλά καλά ζήσει.
Αβάσταχτη θλίψη σκέπασε τη συνοικία. Οι ημέρες πενθούσαν. Δρόμοι και σοκάκια έμοιαζαν ανήλιαγα λες και το μόνο που μπορούσε να γεννηθεί και να ριζώσει χωρίς εμπόδια σ’ αυτόν τον τόπο ήταν ο πόνος κι η υγρασία.
Γείτονες και συγγενείς, τα παιδιά απ’ τη δουλειά, οι δύο φίλοι κι ο Σωτήρης, έγιναν ένα κουβάρι που άλλοι με λυγμούς κι αναφιλητά, άλλοι αμίλητοι και σκυθρωποί, έτρεχαν να βοηθήσουν. Άλλος για το ξόδι κι άλλος για το τοσοδούλικο φέρετρο που και μόνο στη θέα του, δάκρυζες γονατιστός.
Κανείς δεν προσπαθούσε να προσφέρει συμπόνια. Λέξεις δεν έβγαιναν. Η Κατερίνα μοναχά πάλευε να βρει μιαν εξήγηση, συζητώντας παραπέρα με τον Μάνο.
«Αυτό το παιδί… δεν είναι το πρώτο που χάθηκε. Δεν είναι μοναδική περίπτωση. Έχει παραγίνει το κακό τώρα τελευταία» κι έπιασε να τον ταρακουνάει μ’ όλη της τη δύναμη, χτυπώντας τον με τις γροθιές στο στήθος, σαν να δέρνει-στο πρόσωπο του-την αδικία.
«Κάποιος πρέπει να πληρώσει για το καημό που μας ποτίζουν κάθε μέρα. Δεν αντέχω άλλο Μάνο μου. Τα παιδιά και οι άνθρωποι μας πεθαίνουν πριν την ώρα τους, για λίγη πενικιλίνη που αν θες να τη βρεις πρέπει να κάμεις τάμα, για ένα γιατρό που σε μια του επίσκεψη γυρεύει ολάκερη περιουσία, για λίγο καλό φαγητό κάθε μέρα, που να καλύπτει τις ανάγκες του οργανισμού. Δεν μας βλέπεις που όλες είμαστε λεπτές και χαριτωμένες!» φώναξε ειρωνικά.
«Καχεκτικές, νευρασθενικές και αδύναμες γινόμαστε, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να μας έχουν του χεριού τους. Μία, μία, όσες συνεχίζουμε σε τούτη την ζωή, πρέπει να περάσουμε υποχρεωτικά απ’ το κρεβάτι του αφεντικού, να φέρουμε στο κόσμο ανάμεσα στα παιδιά μας, τα μούλικά τους, ειδάλλως, μεροκάματο δεν έχει. Πρέπει βλέπεις, να κάνουμε και τις καμαριέρες στα σαλόνια τους μετά το σχόλασμα, αλλιώς μας τρώει η μαρμάγκα… Ποιά δικιά τους μάνα έχασε παιδί στη γέννα γιατί δεν ήταν καλοταϊσμένο; Άκουσες καμιά εσύ ρε Μάνο, που να τους πάρει ο διάβολος και να…».
Ήταν αμέτρητες οι κατάρες που ξεστόμισε αφήνοντας την οργή της να ξεσπάσει. Μα λύση… δεν ήταν, κι αυτό το γνώριζε καλύτερα απ’ τον καθένα.
Το βουβό ποτάμι που σχηματίστηκε τραβώντας το δρόμο για την Αγιά-Λεξιώτισσα, άρχισε να μεγαλώνει τόσο, που οι όχθες του δύσκολα θα το κρατούσαν για καιρό ακόμα σιωπηλό.
Η Μάγδα συνέρχονταν και σιγά-σιγά ξεπερνούσε τον κίνδυνο κι αυτό ήταν που μετρούσε πιότερο για κείνον αυτές τις ώρες. Κοίταξε ψηλά σαν να ετοιμαζόταν να προσευχηθεί για βοήθεια. Άνοιξε τα χέρια του κι έβγαλε μια κραυγή που ακούστηκε από μακριά. Τίποτα δεν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω. Στον ουρανό άρχισε να λάμπει το πρώτο άστρο. Έμοιαζε με σινιάλο όπως αναβόσβηνε τρεμοπαίζοντας, μεθυσμένο απ’ τον χορό που είχε στήσει με τα νέφη, στέλνοντας από νωρίς, σημάδι ότι νυχτώνει.
Το τροπάριο της Κασσιανής έκανε την ατμόσφαιρα ακόμη πιο βαριά και πένθιμη. Την άλλη ημέρα οι γυναίκες ζύμωναν κι ετοίμαζαν τις κουλούρες, έβαφαν κόκκινα τ’ αυγά για να διώξουν το κακό, διαλέγοντας το χρώμα της ζωής.
Η Μεγάλη Εβδομάδα σηματοδοτούσε τη συνέχειά της κι η Πέμπτη ήταν η βραδιά της ολονυχτίας. Ο εσταυρωμένος έλαμπε, φωτισμένος απ’ τα κεριά που στέκονταν αγέρωχα, στερεωμένα στο δίσκο με την άμμο κι από τα φαναράκια με το λάδι που ήταν απλωμένα μπροστά στα πόδια του. Τ’ αγιωτικό που έφερε η γιαγιά την προηγούμενη χρονιά στο σπίτι δεν έκανε καλή δουλειά αλλά ποιόν να κατηγορήσει για την απώλεια.
«Ό,τι ψοφάει στη γέννα, έχει γιατρειά μόνο στην λησμονιά», μοιρολογούσε.
Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα απ’ τα χαράματα. Κανένα τσουκάλι δεν μπήκε στη φωτιά. Τα κοριτσούδια, ξενυχτισμένα απ’ το στόλισμα του επιτάφιου, γυρνούσαν μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά από εκκλησιά σε εκκλησιά και περνούσαν τρεις φορές κάτω απ’ το κουβούκλιο, για να πάρουν τη χάρη του.
Συγκλονισμένοι οι πιστοί, παρακολουθούσαν το «Αι γενεαί πάσαι», τη «Ζωή εν τάφω», το «Άξιον εστί». Στα μάτια τους έβλεπες την ελπίδα να τους ανταποδώσει ο θεός τη πίστη που του δείχνουν. Ζητούσαν λες, να την εξαργυρώσουν σε τούτη τη ζωή με χαρές και πλούτη. Ελάχιστοι τ’ αποζητούσαν για τη Δευτέρα παρουσία. Τί να τα κάμουν εκεί άλλωστε; Αφού δεν θα χρειάζονται πια, σαν έρθει η βασιλεία των ουρανών!
Από μακριά άρχισαν να διακρίνονται τα εξαπτέρυγα κι ο σταυρός. Πλησίαζαν κι ακολουθούσε το κουβούκλιο του επιτάφιου και το παπαδαριό που γίνονταν ένα με το σκοτάδι. Δύσκολα θα τους ξεχώριζες αν δεν ακολουθούσε η πομπή των αναμμένων λαμπάδων, που θρηνούσε περνώντας απ’ τα νεκροταφεία. Ο τόπος μύριζε λιβάνι κι οι δεήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη.
Οι χαρμόσυνοι χτύποι την άλλη ημέρα δεν σήμαναν αλλαγή για τη Μάγδα. Οι γείτονες, της προσέφεραν ευγενικά βαμμένα κόκκινα αυγά, μια που η ίδια δεν άρμοζε να φτιάξει λόγω του πένθους. Οι εκκλησιές, ντυμένες με δεντρολίβανα, είχαν κλειστές τις πόρτες τους για τις χήρες και τους πενθούντες.
Οι άσπρες λαμπάδες, τ’ αγκομαχητό και το σπρωξίδι για το ποιος θα πρωτανάψει, τα τσουγκρίσματα, μαλάκωσαν κάπως τις ψυχές των δύο φίλων. Τα βαρελότα και τα χαλκούνια έκαναν τη νύχτα μέρα κι αναγγείλαν με κρότο-φοβερό και τρομερό-την ανάσταση. Ο Ηλίας σχημάτισε με το κερί έναν σταυρό στ’ ανώφλι και κάθισαν όλοι μαζί να απολαύσουν τη μαγειρίτσα που ετοίμασε η Τασούλα.
Το γλέντι έδινε κι έπαιρνε την Κυριακή. Ο Μάνος είδε κακά μαντάτα στην ωμοπλάτη του οβελία κι οι υπόλοιποι άρχισαν το δούλεμα. «Πόσο χειρότερη μπορεί να είναι η νέα χρονιά;» αναρωτήθηκε ο Σωτήρης.
Την επόμενη μέρα, η Μάγδα ακούμπησε τ’ αυγά στον τάφο κι έμεινε εκεί αμίλητη, χωρίς πλέον να ζητά εξηγήσεις ούτε απ’ το θεό, ούτε απ’ τους δαιμόνους.
Χ. Τσαντής «Με βάρκα το ταξίδι»,
μυθιστόρημα, 2007,
εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Μια περιπλάνηση, ένα μακρύ ταξίδι που μόλις άρχισε, με πρώτο σταθμό την Πάτρα στις αρχές της δεκαετίας του ’30.
Μια διαδρομή γεμάτη αντιθέσεις, όνειρα και τραγωδίες, που όμως έχει τόσα κοινά, τόσες πολλές ομοιότητες με την πραγματικότητα που σήμερα ζούμε, σαν διαχρονική υπενθύμιση πως θέλουμε να ζήσουμε ως άνθρωποι κι όχι σαν δίποδα ντυμένα με προβιές. Η καθημερινότητα δυο νέων εκείνης της εποχής απέναντι στην εικονική πραγματικότητα των ημερών μας.
Το δίκιο, ο έρωτας, η εξουσία σαλπάρουν μεσάνυκτα με βάρκα το ίδιο το ταξίδι, χωρίς σωσίβια και λέμβους σωτηρίας.
Μια γαΐτα απομακρύνεται και η προκυμαία μένει άδεια ώσπου να συναντηθούμε ξανά…