Πόσο άσχημα θαρρείς
τα χειμωνιάτικα πρωινά,
με τον χλωμό ουρανό
και τα δάκρυα του σύννεφου
να ποτίζουν τις στράτες…
Πόσο αποκρουστικά θαρρείς
τα χειμωνιάτικα πρωινά,
με βοριάδες αγκυροβολημένους στα λιμάνια μας
κι απαγορευτικά,
για τα ταξίδια μας,
δελτία…
Πόσο όμορφο θαρρώ,
να συλλογιέμαι την ανάσα σου
κάθε χειμωνιάτικο πρωινό
και να ’ναι σαν, τότε μοναχά,
να έρχεται η άνοιξη…
Χρήστος Τσαντής