ΤΙΤΟΣ: Ω, σεβαστοί μου δήμαρχοι! Ω, καλοί μου γερόντοι! Λύστε τους γιούς μου, ακυρώστε την εκτέλεση και θα ειπώ πως ποτέ μου πριν δεν έχω κλάψει, τα δάκρυά μου είναι τώρα οι πιο καλοί συνήγοροι.
ΛΟΥΚΙΟΣ: Γενναίε πατέρα μου, θρηνείς του κάκου: οι δήμαρχοι δε σ’ ακούν, δεν είν’ άνθρωπος εδώ και συ διηγείσαι τους καημούς σου σε μια πέτρα.
ΤΙΤΟΣ: Άσε με, Λούκιε, να ικετέψω για τ’ αδέρφια σου. Σεβαστοί δήμαρχοι, ακόμα σας παρακαλώ-
ΛΟΥΚΙΟΣ: Καλέ μου αφέντη, δε σ’ ακούει κανένας δήμαρχος.
ΤΙΤΟΣ: Μα δεν πειράζει, άνθρωπε: αν άκουαν δεν θα με πρόσεχαν, ή αν με πρόσεχαν, δε θα με λυπόντουσαν. Εγώ όμως πρέπει να παρακαλέσω έστω κι ανώφελα, γι’ αυτό λέω στις πέτρες τον πόνο μου. Κι αν δεν μπορούνε ν’ απαντήσουν στη συμφορά μου, είναι λίγο πιο καλές απ’ τους δημάρχους, γιατί δεν μπορούν να μου διακόψουν τον θρήνο μου. Όταν κλαίω ταπεινά στα πόδια μου, δέχονται αυτές τα δάκρυά μου κι είναι σα να κλαίν μαζί μου. Κι αν φορούσανε στολές επίσημες, δεν θα μπορούσε η Ρώμη να ‘βγαζε δημάρχους τέτοιους. Μια πέτρα μαλακιά ‘ναι σαν κερί, μα οι δήμαρχοι ’ναι σκληρότεροι από πέτρες. Μια πέτρα είναι βουβή, και δεν προσβάλλει, οι δήμαρχοι όμως με τις γλώσσες τους καταδικάζουν άνθρωπο σε θάνατο.